Κορώνην

Κορώνην
Κορώνη
shearwater
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορώνην — κορώνη shearwater fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CORNIX — castitatis ac concordiae in coniugio Magistra habita est olim: unde solitariae Cornicis occursus, in nuptialibus auspiciis mali ominis fuit. Hinc illud, Ε᾿κκόρει κόρη κορώνην, Everre sive elimina Virgo cornicem, quod habes apud Orum, Hieroglyph.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

  • επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • κορωνίζω — (Α) 1. τελειώνω κάτι, αποπερατώνω 2. μαζεύω χρήματα γυρίζοντας στις γειτονιές και κρατώντας στα χέρια κορώνην, κουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κορωνίς*, ενώ με τη σημ. 2. < κορώνη*] …   Dictionary of Greek

  • λειαίνω — (Α λειαίνω και λεαίνω) [λείος] 1. κάνω κάτι λείο με ξύσιμο ή τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω («πᾱν δ εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ομαλό, εξομαλύνω («λείηναν δὲ χορόν», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. μετριάζω, αμβλύνω, απαλύνω αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”